βρυώνη
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
ἡ, = ἄμπελος μέλαινα, Nic.Th.939:—also βρῠ-ωνίς, ίδος, ἡ, ib.858; cf.sq.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot. nueza negra, Tamus communis Nic.Th.939, Anecd.Ludw.197.19.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, ein wildes Rankengewächs, Nic. Th. 939.
Greek (Liddell-Scott)
βρυώνη: ἡ, ἄγριόν τι φυτὸν περιπλεκόμενον ἢ ἀναρριχώμενον, Νίκ. Θ. 939· ― οὕτω βρυωνία, ἡ, Διοσκ. 4. 184· καὶ βρυωνίς, ίδος, ἡ, Νίκ. Θ. 858.