ἡπατοσκοπία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, inspecting of the liver, Hdn.8.3.7.
German (Pape)
[Seite 1173] ἡ, Leberbesichtigung u. Weissagung darnach, Hdn. 8, 3, 17; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἡπᾰτοσκοπία: ἡ, μαντικὴ παρατήρησις, ἐξέτασις τοῦ ἥπατος, Ἡρωδιαν. 8. 3, 17.
Greek Monolingual
ἡπατοσκοπία, ή (Α) ηπατοσκόπος
η μαντεία από την παρατήρηση του ήπατος.