δυσπραγής
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ές, faring ill, Vett.Val.16.21.
Spanish (DGE)
-ές
desgraciado, infortunado de pers. Vett.Val.15.31, op. εὐήμερος Iul.Ar.180.3
•neutr. compar. como adv. desventuradamente τῶν ἐν στρατιᾷ δυσπραγέστερον ἐνηνεγμένων Philost.HE 3.15.