ἀποδειδίσσομαι
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
frighten away, Il.12.52 (tm.).
Spanish (DGE)
dar miedo, asustar ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖ' Il.12.52.
German (Pape)
abschrecken, in tmesi Il. 12.52.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδειδίσσομαι: отпугивать (Hom. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδειδίσσομαι: ἀποθ., προξενῶ φόβον, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, «εἰς δέος ἦγε καὶ φόβον» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 52, ἐν τμήσει.
Greek Monolingual
ἀποδειδίσσομαι (Α) δειδίσσομαι
εκφοθίζω.
Greek Monotonic
ἀποδειδίσσομαι: γʹ ενικ. Επικ. παρατ. -δειδίσσετο, αποθ., προξενώ φόβο, σε Ομήρ. Ιλ.