Κρόνιππος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ὁ, an old dotard, Ar.Nu.1070.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vieille rosse.
Étymologie: Κρόνος, ἵππος.
Russian (Dvoretsky)
Κρόνιππος: ὁ Κρόνιος I, 3] бран. старая кляча Arph.
Greek (Liddell-Scott)
Κρόνιππος: -ον, (Κρόνος) «παλῃάλογο», Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.
Greek Monotonic
Κρόνιππος: -ον (Κρόνος), ξεμωραμένος, «ψωράλογο», σε Αριστοφ.