πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
Full diacritics: ἐφέργω | Medium diacritics: ἐφέργω | Low diacritics: εφέργω | Capitals: ΕΦΕΡΓΩ |
Transliteration A: ephérgō | Transliteration B: ephergō | Transliteration C: efergo | Beta Code: e)fe/rgw |
confine, ὕδωρ Tab.Heracl.1.131.
ἐφέργω (Α)
1. κατακρατώ, περιορίζω
2. (ειδ. για το νερό) εμποδίζω τη ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἔργω, επικ. τ. του εἴργω / εἵργω «εγκλείω, περικλείω»].