προσσυνίστημι
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
recommend further, D.61.31.
German (Pape)
[Seite 780] (s. ἵστημι), noch dazu, zugleich vorstellen, empfehlen, Dem. 61, 31.
Russian (Dvoretsky)
προσσυνίστημι: сверх того предлагать Dem.
Greek (Liddell-Scott)
προσσυνίστημι: συνιστῶ, συστήνω προσέτι, περαιτέρω, Δημ. 1411. 5.
Greek Monolingual
Α
συνιστώ κάποιον ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + συνίστημι «συστήνω»].