ἀπόλιστος
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
ον, = ἄπολις, Man.4.282.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene ciudad, desterrado πόλιος πάσης ἀπόλιστα γένεθλα Man.4.282.
German (Pape)
[Seite 312] = ἄπολις, Maneth. 4, 283.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλιστος: -ον, =ἄπολις, Πινακ. Ἡρακλ, ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 130, Μανέθ. 4. 282.