ἀπόλιστος
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ἀπόλιστον, = ἄπολις, Man.4.282.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene ciudad, desterrado πόλιος πάσης ἀπόλιστα γένεθλα Man.4.282.
German (Pape)
[Seite 312] = ἄπολις, Maneth. 4, 283.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλιστος: -ον, =ἄπολις, Πινακ. Ἡρακλ, ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 130, Μανέθ. 4. 282.