στομαργία
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ἡ, endless talking, Ph.2.219.
German (Pape)
[Seite 948] ἡ, = στομαλγία, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
στομαργία: ἡ, ἀτελεύτητος φλυαρία, ἀπεραντολογία, Φίλων 2. 219.