γαληναίη
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
ἡ, Ep. for γαλήνη, A.R.1.1156.
Spanish (DGE)
(γᾰληναίη) -ης, ἡ
calma del mar Philet.2, Call.Epigr.5.5, A.R.1.1156, cf. γαλήνη.
Greek (Liddell-Scott)
γαληναίη: ἡ, ἐπικ. ἀντὶ γαλήνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1156.
Greek Monolingual
γαληναίη, η (επικ. τ.) (Α)
η γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαληναίος (πρβλ. αναγκαίη - αναγκαίος, ευναία - ευναίος)].