προσαντίσχω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
= προσαντέχω, Plb.11.21.4.
Greek Monolingual
Α
προσαντέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντίσχω, άλλος τ. του ἀντέχω.