νεφελώδης

Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ες, A cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a37; κόνις Polyaen.4.6.13. II clouded, of the eye, Gal.10.1019.

German (Pape)

ες, = νεφελοειδής; Arist. Probl. 26.20; Polyaen. 4.6.13.

Russian (Dvoretsky)

νεφελώδης: Arst. = νεφελοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελώδης: -ες, πλήρης νεφελῶν, ὁ φέρων νεφέλας, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20.

Greek Monolingual

-ες (Α νεφελώδης, -ῶδες) νεφέλη
1. γεμάτος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένοςνεφελώδης ουρανός»)
2. όμοιος με σύννεφονεφελώδης κονιορτός»)
νεοελλ.
μτφ. αόριστος, ασαφής, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, θολός («ο λόγος του ήταν νεφελώδης»)
αρχ.
(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει θολερότητα.