οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
άδος, ἡ, shingle, v.l. in Il.21.319: cf. πολυσχεράς.
-άδος, ἡ, Αβλ. χεράς.