ἱρωσύνη
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ἡ, Ion. for ἱερωσύνη, priesthood, v.l. in Hdt.4.161.
German (Pape)
[Seite 1262] ἡ, ion. = ἱερωσύνη, Priesteramt, Her. 4, 161. 6, 56.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱεροσύνη.
Greek (Liddell-Scott)
ἱρωσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἱερωσύνη, ἱερατικὸν ἀξίωμα, Ἡρόδ. 4. 161.
Greek Monolingual
ἱρωσύνη, ἡ (Α)
(ιων. τ. του ιερωσύνη) ιερατικό αξίωμα («τεμένεα ἐξελῶν καὶ ἱρωσύνας τὰ ἄλλα πάντα τὰ πρότερον εἶχον βασιλέες», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἱρωσύνη: ἡ, Ιων. αντί ἱερωσύνη.