ῥέκτης
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
ου, ὁ, = ῥεκτήρ, active, Plu. Brut.12, Aret.SD1.6.
German (Pape)
[Seite 837] ὁ, = ῥεκτήρ, VLL., Plut. Brut. 12 u. Synes., thätig.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
celui qui fait, qui agit.
Étymologie: ῥέζω.
Russian (Dvoretsky)
ῥέκτης: ου adj. m деятельный, энергичный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέκτης: -ου, ὁ, δραστήριος, ἐνεργός, Πλουτ. Βροῦτ. 12, Συνέσ. 209D, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
Greek Monolingual
ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α ῥέζω (Ι)]
δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)
αρχ.
ιερεύς.
Greek Monotonic
ῥέκτης: -ου, ὁ, = ῥεκτήρ, δραστήριος, ενεργός, σε Πλούτ.