ἐλαιώδης

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιώδης Medium diacritics: ἐλαιώδης Low diacritics: ελαιώδης Capitals: ΕΛΑΙΩΔΗΣ
Transliteration A: elaiṓdēs Transliteration B: elaiōdēs Transliteration C: elaiodis Beta Code: e)laiw/dhs

English (LSJ)

ἐλαιώδες, oily, Hp.Epid.3.17.ά, Philum.Ven.17.1; oleaginous, λιπαρότης Arist.HA522a22; τῇ γεύσει Dsc.1.39.

Spanish (DGE)

-ες
• Grafía: graf. -ιούδης POxy.2113.17 (IV d.C.)
1 de aspecto oleoso, aceitoso de líquidos οὔρησεν ἐλαιῶδες expulsó una orina aceitosa Hp.Epid.3.17.1, cf. Steph.in Hp.Progn.194.25, ὑγρόν Hp.Gland.1, λιπαρότης ... ἐ. de la grasa de la leche, Arist.HA 522a22, cf. Mete.388a5, ἰχώρ Philum.Ven.17.1, de ciertas piedras preciosas, Hld.2.30.3, Plu.Fluu.1.2
de un aceite muy aceitoso, muy oleoso del aceite de mirto, Dsc.1.39.2.
2 parecido al olivo τὸ μὲν φύλλον ἐλαιῶδες ἔχει Thphr.HP 9.11.8.
3 de aceitunas que da o contiene aceite op. ἀνέλαιονsin aceite’, Thphr.CP 6.8.7.
4 productor de aceitunas ἐλαιουδῶν δρυὸς ἑνός por un árbol de los que producen aceitunas, POxy.l.c.

German (Pape)

[Seite 789] ες, oliven-, ölartig, Arist. u. Folgde.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαιώδης:
1 похожий на елей, маслянистый (λιπαρότης Arst.);
2 похожий на маслину, масличный (βοτάναι Arst.; φυτά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιώδης: -ες, (εἶδος) καὶ Ἀττ. ἐλαώδης, ὅμοιος ἐλαίῳ, οὔρησεν ἐλαιῶδες Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1093· ὁ περιέχων ἔλαιον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1· ἐλαιόχρους, Διοσκ. 1. 92.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐλαιώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή του
νεοελλ.
αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα»)
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής.