λεπυρώδης
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
λεπυρώδες, = λεπυριώδης, Thphr. HP 1.6.7.
German (Pape)
[Seite 32] ες, = λεπυριώδης, von Zwiebelgewächsen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 c. λεπυριώδης;
2 couvert d'écailles.
Étymologie: λέπυρον, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῠρώδης: -ες, = λεπυριώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 7., 9. 9, 6.
Greek Monolingual
-ες (Α λεπυρώδης, -ες) αυτός που αποτελείται από πολλά αλλεπάλληλα λέπυρα.