Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκορπιστής

From LSJ
Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιστής Medium diacritics: σκορπιστής Low diacritics: σκορπιστής Capitals: ΣΚΟΡΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: skorpistḗs Transliteration B: skorpistēs Transliteration C: skorpistis Beta Code: skorpisth/s

English (LSJ)

σκορπιστοῦ, ὁ, scatterer, spendthrift, Lyd.Mag.1.42, Cat.Cod.Astr.8(4).154, al.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν σκορπίζω
(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη περιουσία) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, σκορποχέρης.