λευκοβαφής

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοβᾰφής Medium diacritics: λευκοβαφής Low diacritics: λευκοβαφής Capitals: ΛΕΥΚΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: leukobaphḗs Transliteration B: leukobaphēs Transliteration C: lefkovafis Beta Code: leukobafh/s

English (LSJ)

λευκοβαφές, Glossaria on λευκανθές, Sch.rec.S.OT742.

German (Pape)

[Seite 33] ές, weiß gefärbt, Schol. Soph. O. R. 733.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος λευκός, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Σχολ. Σοφοκλ.

Greek Monolingual

-ές (Α λευκοβαφής)
ο βαμμένος με λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθροβαφής, πορφυροβαφής].