σκυτάλιον

Revision as of 10:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, Dim. of σκύταλον,
A little staff, baton, σκυτάλι' ἐφόρουν Ar.Av.1283, where the Sch. remarks on the exceptional quantity σκυτᾱλι' ἐφόρουν, quoting Fr. 422 (where it may well be short), Nicopho 2, and other examples; ἐσκυταλιοφόρουν Porson.
2 little pipe, flute, Poll.4.82, and perhaps so in Thphr. HP 4.4.12.
3 lever, handle for turning a windlass, etc., Hero Spir.1.43; support, Orib.49.4.41.
4 cog, tooth, on a wheel, Hero Dioptr.34 (pl.).
5 dub. sens., σφαιρίον σ. οὐκ ἔχον BCH29.546 (Delos, ii B.C.).
II = κοτυληδών 5, Dsc.4.91.

German (Pape)

[Seite 908] τό, dim. von σκύταλον; Ar. Av. 1283; Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 dim. de σκύταλον;
2 sorte de levier;
3 p. anal. cotilet ou nombril de Vénus, plante.

Russian (Dvoretsky)

σκῠτάλιον: (ᾰ) τό [demin. к σκύταλον палка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτάλιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ σκύτᾰλον, μικρὰ ῥάβδος, ῥαβδίον, σκυτάλι’ ἐφόρουν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῖ τὴν ἐξαιρετικὴν ποσότητα σκυτᾱ΄λι’ ἐφόρουν, μνημονεύων τὸ τοῦ Νικοφ. ἐν «Ἀφρ.» (2) ὡς ἕτερον παράδειγμα· ὁ Πόρσ. ὅμως ἀμφέβαλλε καὶ προὔτεινε τὴν γραφὴν ἐσκῠτᾰλιοφόρουν παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθα ἀνωτ.· ἴδε ὡσαύτως Μeineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 848. 2) σωληνίσκος, αὐλός, Πολυδ. Δ΄, 82. 3) μοχλός, λαβὴ πρὸς στροφὴν τοῦ κυλίνδρου γεράνου, κλπ., Ἥρων Πνευμ. 230Α. ΙΙ. ὄνομα φυτοῦ, = κοτυληδὼν 5, Διοσκ. 4. 92.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκύταλον
υποκορ.
1. μικρή ράβδος
2. μικρός σωλήνας
3. μοχλός με τον οποίο κινείται βαρούλκο
4. υποστήρισμα, υπέρεισμα
5. δόντι οδοντωτού τροχού
6. είδος φυτού.

Greek Monotonic

σκῠτάλιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σκύτᾰλον, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτάλιον -ου, τό, demin. van σκύταλον, stokje.