υπνώττω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
ὑπνώσσω, ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α
νεοελλ.
1. κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμάμαι
2. μτφ. αδρανώ τελείως, δεν κάνω αυτά που πρέπει («οι αρμόδιοι υπνώττουν»)
αρχ.
1. νυστάζω, αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος
2. κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω που απαντά σε ρ. που δηλώνουν σωματική κατάσταση ή ασθένεια (πρβλ. λαιμώσσω)].