θηράφιον
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
[ᾱ], τό, Dim. of θηρίον, of insects, Damocr. ap. Gal. 14.91.
German (Pape)
[Seite 1209] τό, Thierchen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηράφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θηρίον, ἐπὶ ἐντόμων, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 892.
Greek Monolingual
θηράφιον, τὸ (Α)
(για έντομα) υποκορ. του θηρίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήρα, + υποκορ. κατάλ. -αφιον (πρβλ. ελάφιον < έλαφος)].