καταποικίλλω
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
A deck with various colours or in divers modes, mottle, τὸ σῶμα Pl.Ti.85a; θάλαμος, ὃν αἱ Χάριτες κατεποίκιλαν Men.Rh. p.407S.; διττὰ ὑφάσματα Ph.2.226:—Pass., ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται Pl.Euthphr.6c; ὀροφὴ ἀστέρας καταπεποικιλμένη D.S.1.47.
2 metaph., of style, κ. τὸν λόγον Isoc. 13.16, Phld. Rh.1.167S.; also κ. τὰ γεγενημένα, of historians, Agath.Praef. p.136D.
German (Pape)
[Seite 1371] mannigfaltig, bunt machen, ausschmücken; τὸ σῶμα Plat. Tim. 85 a; vom Maler, Euthyphr. 6 d; πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Callixen. bei Ath. V, 204 b; eigenthümlich ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη, mit Sternen geschmückt, D. Sic. 1, 47.
Russian (Dvoretsky)
καταποικίλλω:
1 пестро расписывать, разукрашивать (ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ καταπεποίκιλται Plat.): ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη Diod. потолок, украшенный звездами по синему фону;
2 покрывать пятнами, испещрять (τὸ σῶμα λεύκας ἀλφούς τε Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
καταποικίλλω: κοσμῶ διὰ διαφόρων χρωμάτων ἢ κατὰ ποικίλους τρόπους, διαποικίλλω, τὸ σῶμα Πλατ. Τίμ. 85A.― Παθ., τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν γραφέων ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 6D· ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη Διόδ. 1. 47· πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ κατεπεποίκιλτο Ἀθήν. 204Β· ἴδε ἐν λέξει κηρογραφία·― περὶ τοῦ λόγου, ἡ λαλιὰ χαίρει ἁβρότητι καταποικίλλεσθαι Walz. Ρήτορ. 9. 257.
Greek Monolingual
καταποικίλλω (Α)
1. διακοσμώ κάτι με στολίδια, με χρώματα ή με ποικίλους τρόπους
2. μτφ. (για λόγο) στολίζω, διακοσμώ, ομορφαίνω
3. (για εξιστόρηση) παραθέτω επεισόδια, ανέκδοτα κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ποικίλλω bont beschilderen:. ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται onze tempels zijn door de schilders bont beschilderd Plat. Euthyph. 6c.