Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
η (Α ἀβεβαιότης) ἀβέβαιος1. έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία2. ασάφεια, αοριστίααρχ.αστάθεια, ακαταστασία.