ᾠώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠώδης Medium diacritics: ᾠώδης Low diacritics: ωώδης Capitals: ΩΩΔΗΣ
Transliteration A: ōiṓdēs Transliteration B: ōōdēs Transliteration C: oodis Beta Code: w)|w/dhs

English (LSJ)

ᾠῶδες, egg-like, ὑγρότης Arist.HA565a23; σκώληξ Id.GA 733b13: oval, φιάλιον ὠιῶδες IG22.1534.46 (iv B.C.).

German (Pape)

ες, zusammengezogen statt ὠοειδής, ές, eiartig, eiförmig, eirund, Arist. Gen. an. 2.1, H.A. 6.10.

Russian (Dvoretsky)

ᾠώδης:
1 яйцевидный (σκώληξ Arst.);
2 яичный (ὑγρότης Arst.)

Greek (Liddell-Scott)

ᾠώδης: -ες, γεν. εος, συνῃρ. ἀντὶ ᾠοειδής· ὑγρότης Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 9· σκώληξ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 25.

Greek Monolingual

-ες / ᾠώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει σχήμα αβγού
2. αυτός που έχει σύσταση κολλώδη σαν του αβγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ώδης].