ἀντεκτρέφω

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεκτρέφω Medium diacritics: ἀντεκτρέφω Low diacritics: αντεκτρέφω Capitals: ΑΝΤΕΚΤΡΕΦΩ
Transliteration A: antektréphō Transliteration B: antektrephō Transliteration C: antektrefo Beta Code: a)ntektre/fw

English (LSJ)

A to maintain in return:—in Pass., ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.HA615b25.
2 train as a rival, βότρυν βότρυϊ Lync. ap. Ath.14.654a.

Spanish (DGE)

1 alimentar, mantener a su vez en v. pas. ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.HA 615b25.
2 criar para competir βότρυι ... βότρυν Lync. en Ath.654a.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen, zum Dank ernähren, Aristot. H. A. 9, 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκτρέφω: кормить в свою очередь (ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκτρέφω: ἐκτρέφω τὸν ἐκθρέψαντά με, ἐν τῷ παθ., ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 13, 2. 2) ἐκτρέφω, καλλιεργῶ ὡς ἐφάμιλλον, «τῷ δ’ ἐκεῖ καλουμένῳ βότρυϊ Νικοστρατίῳ τὸν Ἱππώνιον ἀντεκτρέφουσι βότρυν») (κατὰ Meineke: «τῷ δ’ ἐκεῖ καλουμένῳ βότρυϊ νικοστρατίῳ τὸν ἱππώνειον ἀντεκφέρουσα βότρυν») Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 654Α.

Greek Monolingual

ἀντεκτρέφω (Α)
τρέφω κι εγώ αυτόν που μ' έθρεψε (αναλαμβάνω τη συντήρηση των γονέων μου).