ἐξῃρημένως

From LSJ
Revision as of 15:56, 2 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῃρημένως Medium diacritics: ἐξῃρημένως Low diacritics: εξηρημένως Capitals: ΕΞΗΡΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: exēirēménōs Transliteration B: exērēmenōs Transliteration C: eksirimenos Beta Code: e)ch|rhme/nws

English (LSJ)

Adv. transcendentally, v. ἐξαιρέω.

German (Pape)

[Seite 881] ausnahmsweise, Olympiod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῃρημένως: Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.

Greek Monolingual

ἐξηρημένως (Α)
επίρρ.
1. εξαιρετικά, υπερβολικά
2. τελικά, τελευταία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. του εξηρημένος < εξαιρούμαι].