χειραφέτηση
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χειραφετώ
2. απελευθέρωση από την εξουσία κάποιου (α. «η χειραφέτηση της γυναίκας στην εποχή μας» β. «η χειραφέτηση τών λαών του τρίτου κόσμου»)
3. τερματισμός της πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, χειραφεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειραφετώ. Η λ., στον λόγιο τ. χειραφέτησις, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].