ἐμφαντικῶς
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière significative, expressive.
Étymologie: ἐμφαντικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφαντικῶς: выразительно, отчетливо, наглядно (βραχέως μέν, ἐ. δέ Polyb.): ἐ. ποιῆσαι τι Plut. живо изобразить что-л. (на картине).