ἀντεπίθεσις
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
-εως, ἡ, counter-attack, mutual attack, contention, Ph. 1.7, al.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
ataque, disputa mutua entre hombres y mujeres, Ph.2.278, fig. entre el día y la noche, Ph.1.7.
German (Pape)
[Seite 247] ἡ, gegenseitiger Angriff, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπίθεσις: -εως, ἡ, ἀμοιβαία ἐπίθεσις, προσβολή, ἅμιλλα, Φίλων 1. 7.
Greek Monolingual
η (Α ἀντεπίθεσις)
1. επίθεση εναντίον επιτιθέμενου
2. επιθετικός ελιγμός που αναλαμβάνει ο αμυνόμενος για να ανακόψει την προέλαση εκείνου που επιτίθεται.