παχυκάρδιος

From LSJ
Revision as of 12:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυκάρδιος Medium diacritics: παχυκάρδιος Low diacritics: παχυκάρδιος Capitals: ΠΑΧΥΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: pachykárdios Transliteration B: pachykardios Transliteration C: pachykardios Beta Code: paxuka/rdios

English (LSJ)

παχυκάρδιον, = βαρυκάρδιος, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 539] dickherzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠκάρδιος: -ον, = βαρυκάρδιος, «τί δέ ἐστι βαρυκάρδιοι, παχυκάρδιοι, σαρκικοὶ» Ἰω. Χρυσ. εἰς τοὺς Ψαλμ. 1, 528, 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ψυχικά αναίσθητος, αδιάφορος, ασυγκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. βαρυκάρδιος].