απλότητα
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
Greek Monolingual
η (AM ἁπλότης, -ητος)
1. ιδιότητα του απλού
2. η ειλικρίνεια
3. η αφέλεια, η έλλειψη επιτήδευσης
4. η γενναιοδωρία, η απλοχεριά
μσν.- νεοελλ.
απλοϊκότητα, ανοησία
μσν.
καλοσύνη, ευγένεια ψυχής
αρχ.
το να είναι κάτι απλό, ενιαίο, να μην αποτελείται από πολλά μέρη.