απλότητα

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self

Source

Greek Monolingual

η (AM ἁπλότης, -ητος)
1. ιδιότητα του απλού
2. η ειλικρίνεια
3. η αφέλεια, η έλλειψη επιτήδευσης
4. η γενναιοδωρία, η απλοχεριά
μσν.- νεοελλ.
απλοϊκότητα, ανοησία
μσν.
καλοσύνη, ευγένεια ψυχής
αρχ.
το να είναι κάτι απλό, ενιαίο, να μην αποτελείται από πολλά μέρη.