ναυμάχος

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυμάχος Medium diacritics: ναυμάχος Low diacritics: ναυμάχος Capitals: ΝΑΥΜΑΧΟΣ
Transliteration A: naumáchos Transliteration B: naumachos Transliteration C: navmachos Beta Code: nauma/xos

English (LSJ)

Act., fighting at sea, AP 7.741 (Crin.), Ath. 4.154f, IG 3.1202.146 (iii AD).

German (Pape)

[Seite 231] zur See kämpfend, eine Seeschlacht liefernd, Crinag. 25 (VII, 741). – Aber ναύμαχος, zum Schiffskampfe, zur Seeschlacht gehörig, ξυστά, zum Seekampfe brauchbare Lanzenschäfte, Il. 15, 389. 877, wie δορατα, Her. 7, 89; Plut. Marc. 12.

Greek Monolingual

-ο (Α ναυμάχος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη θάλασσα, αυτός που παίρνει μέρος σε ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

ναυμάχος: (ᾰ) ведущий морское сражение Anth.

Middle Liddell

μάχομαι [cf. ναύμαχος
act. fighting at sea, Anth.