ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
ἐνεύδω (Α) εύδωκοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι («χλαῑναν... καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνευδεν», Ομ. Οδ.).