ενθλίβω

From LSJ
Revision as of 14:55, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνθλίβω) θλίβω
πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ
μσν.
1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.)
2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι
αρχ.
παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῖς ληνοῖς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ. Νύσσ.).