ευθύπνους
From LSJ
εὐθύπνους, -ουν και εὐθύπνοος, -οον (Α)
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.)
2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -πνους (< πνόος < πνοή), πρβλ. πυρίπνους, άπνους].