δειπνῖτις
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ιδος, ἡ, = fem. of δειπνητικός, στολή D.C.69.18.
Spanish (DGE)
-ιδος
propia de la cena ἔν τε τῇ στολῇ τῇ δειπνίτιδι con la ropa de la cena D.C.69.18.3.
German (Pape)
[Seite 540] ιδος, ἡ, zum Gastmahl gehörig, στολή D. Cass. 69, 28.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνῖτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ δειπνητικός, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δίωνος. Κ. 69, 28, στολ ὴ δ.
Greek Monolingual
δειπνῑτις (-ιδος), η (Α) δείπνον
φρ. «δειπνῑτις στολή» — ενδυμασία κατάλληλη για δείπνο.