προφύομαι

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφύομαι Medium diacritics: προφύομαι Low diacritics: προφύομαι Capitals: ΠΡΟΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: prophýomai Transliteration B: prophyomai Transliteration C: profyomai Beta Code: profu/omai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act., to be born before, ὃς προὔφυ πατήρ S.Aj.1291; προπεφυκυῖα φλεγμονή previously existing, Gal.18(2).642.

Greek (Liddell-Scott)

προφύομαι: παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., φύομαι, γεννῶμαι πρότερον, ὃς προὔφει πατὴρ Σοφ. Αἴ. 1291.

Greek Monolingual

Α φύομαι
1. γεννιέμαι πριν από κάποιον άλλο («ὅς προύφυ πατήρ», Σοφ.)
2. εμφανίζομαι προηγουμένως («προπεφυκυῑα φλεγμονή», Γαλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-φύομαι eerder geboren worden.