σκεύασις
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
-εως, ἡ, = σκευασία (preparing, dressing, modes of dressing, recipes, furniture, furnishing), dub. in Alex. 110.24, LXX Ec. 10.1 (v.l. -ασίαν).
German (Pape)
[Seite 893] ἡ, = σκευασία, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σκεύᾰσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., ἀφμίβ., Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 24.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α σκευάζω
σκευασία («μυῑαι θανατοῦσαι σαπριοῦσι σκεύασιν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ).