τρίψις
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
-ίψεως, ἡ, Α τρίβω
1. η ενέργεια του τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.)
2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.)
3. η αντίσταση την οποία παρέχει ένα σώμα εφαπτόμενο ή προστριβόμενο («οὐδὲν διαφέρουσι τῶν ἄλλων βοῶν ὅτι μὴ τοῦτο καὶ τὸ δέρμα ἐς παχύτητά τε καὶ τρῑψιν», Ηρόδ.)
4. στον πληθ. αἱ τρίψεις
εδέσματα που παρασκευάζονται με πολλή πρόστριψη.