προσδοκητός

From LSJ
Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδοκητός Medium diacritics: προσδοκητός Low diacritics: προσδοκητός Capitals: ΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ
Transliteration A: prosdokētós Transliteration B: prosdokētos Transliteration C: prosdokitos Beta Code: prosdokhto/s

English (LSJ)

προσδοκητή, προσδοκητόν, expected, πάντα π. μοι A.Pr.935; τύχη οὐ π. Polystr.Herc.346p.78V.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] verwacht.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσδοκητός, -ή, -όν, ΝΑ προσδοκῶ
αυτός που αναμένεται με ελπίδα.

Greek Monotonic

προσδοκητός: -ή, -όν (προσδοκάω), προσδοκώμενος, αναμενόμενος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδοκητός: -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.

Middle Liddell

προσδοκητός, ή, όν προσδοκάω
expected, Aesch.