βαθυκλεής
From LSJ
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
English (LSJ)
βαθυκλεές, = βαθύδοξος, AP9.575 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ές de arraigada fama, AP 9.575 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à la gloire immense.
Étymologie: βαθύς, κλέος.
Russian (Dvoretsky)
βαθυκλεής: Anth. = βαθύδοξος.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθυκλεής: -ές, = βαθύδοξος, Ἀνθ. Π. 9. 575.
Greek Monotonic
βᾰθῠκλεής: -ές (κλέος), περίλαμπρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
κλέος
illustrious, Anth.