ἰσχυροκάρδιος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ἰσχυροκάρδιον, gloss on τλήθυμος, Id.
German (Pape)
[Seite 1273] festes Herzens, Erkl. von τλήθυμος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡροκάρδιος: -ον, ἰσχυρὰν ἔχων καρδίαν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πλήθυμος.
Greek Monolingual
ἰσχυροκάρδιος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) γενναίος, ατρόμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυκάρδιος, ταχυκάρδιος].