Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλέφαρον

From LSJ
Revision as of 19:30, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλέφᾰρον Medium diacritics: γλέφαρον Low diacritics: γλέφαρον Capitals: ΓΛΕΦΑΡΟΝ
Transliteration A: glépharon Transliteration B: glepharon Transliteration C: glefaron Beta Code: gle/faron

English (LSJ)

τό, Aeolic for βλέφαρον, Pi. O. 3.12, etc.

Spanish (DGE)

v. βλέφαρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλέφαρον -ου, τό Aeol. voor βλέφαρον.

German (Pape)

τό, dor. = βλέφαρον, Pind. Ol. 3.12.

Russian (Dvoretsky)

γλέφᾰρον: τό Pind. v.l. = βλέφαρον.

Greek (Liddell-Scott)

γλέφαρον: τό, Αἰολ. ἀντὶ βλέφαρον, Πίνδ.

English (Slater)

γλέφᾰρον (-α, -ων, -οις)
   a brow, forehead γλεφάρων Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὑψόθεν ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.12) τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.45)
   b eye, eyelid κελαινῶπιν δἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.8) ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121) παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα (sc. Κυράνα) (P. 9.24) Ὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις (Heyne: βλεφ- codd.) (N. 8.2)
   c fragg. ]α γλέφαρα[ fr. 51. f. c. γλεφ[ P. Oxy. 2446. fr. 25. 1.

Greek Monolingual

το
βλ. βλέφαρο.

Greek Monotonic

γλέφαρον: τό, Αιολ. αντί βλέφαρον.