ἀνήριθμος
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
v. ἀνάριθμος.
Spanish (DGE)
v. ἀνάριθμος.
German (Pape)
[Seite 230] unzählig, poet. und ion. = ἀνάριθμος, Aesch. Prom. 90; Soph. Tr. 246; τινός, Ai. 598.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήριθμος: Aesch., Soph. = ἀνάριθμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήριθμος: ἴδε ἐν λ. ἀνάριθμος.
Greek Monotonic
ἀνήριθμος: ποιητ. αντί ἀν-άριθμος.
English (Woodhouse)
(see also: ἀνάριθμος) countless, unnumbered