ἆμαρ

From LSJ
Revision as of 09:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἆμαρ Medium diacritics: ἆμαρ Low diacritics: άμαρ Capitals: ΑΜΑΡ
Transliteration A: âmar Transliteration B: amar Transliteration C: amar Beta Code: a)=mar

English (LSJ)

-ατος, τό, Dor. for ἦμαρ.

Spanish (DGE)

v. ἦμαρ.

German (Pape)

[Seite 116] dor. = ἶμαρ, ἄματα Pind. P. 4, 156.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἦμαρ.

Russian (Dvoretsky)

ἆμαρ: ἄματος τό дор. = ἦμαρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἆμαρ: -ατος, τό, Δωρ. ἀντὶ ἦμαρ.

English (Slater)

ἆμᾰρ day κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (P. 9.68) τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.63) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.76) τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ (Pae. 15.1) opposed to night, ἐκάλει νύκτας ἄματά τ' εὔφρονα (P. 4.196) μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (P. 4.256) εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.113)

Greek Monotonic

ἆμαρ: Δωρ. αντί ἦμαρ.