βλάστημος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

German (Pape)

[Seite 447] ὁ, dasselbe, Aesch. Suppl. 313. Gedeihen, Blüthe, Spt. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βλάσφημος, -ον)
1. εκείνος που βλαστημά, που βρίζει τα θεία
2. (για λόγια) απρεπής, υβριστικός
αρχ.
δυσοίωνος, γρουσούζικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βλαστημώ].