φωτιστήριον

From LSJ
Revision as of 09:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτιστήριον Medium diacritics: φωτιστήριον Low diacritics: φωτιστήριον Capitals: ΦΩΤΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: phōtistḗrion Transliteration B: phōtistērion Transliteration C: fotistirion Beta Code: fwtisth/rion

English (LSJ)

τό, lanternwindow, Glossaria (pl.).

German (Pape)

[Seite 1323] τό, Erleuchtungsort. – Bei den K. S. = φώτισμα.

Greek (Liddell-Scott)

φωτιστήριον: τό, βαπτιστήριον, Σωκράτ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3. 7, 4, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
εκκλ. τόπος στον οποίο τελείται το μυστήριο του βαπτίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. γυμναστήριον)].