πολύφονος
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
{{
|mdlsjtxt=πολύ-φονος, ον,
murderous, Eur.
}}
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.
Greek Monotonic
πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.